Deligate

Ξακουστό ήδη από τον 12° αιώνα, το Vinsanto γνώρισε μεγάλη άνθηση μετά το 1783, όταν πήρε το δρόμο για τις μεγάλες αγορές της Ρωσίας. Σήμερα, περισσότερο από δύο αιώνες αργότερα, το πολύτιμο γλυκό διαμάντι της θηραϊκής γης επιτυγχάνει τέτοιες επιδόσεις, που δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να πούμε ότι πανάξια κατατάσσεται ανάμεσα στους κορυφαίους επιδόρπιους οίνους του πλανήτη.

Πόσα όμως γνωρίζουμε για αυτό το κορυφαίο κρασί; Από τι σταφύλια παράγεται και με ποιον τρόπο; Πως και γιατί επικράτησε μια ξενόγλωσση ονομασία για ένα καθαρά ελληνικό κρασί;

Ας το γνωρίσουμε μέσα από μια επιστολή που έστειλε το 2003 ο τότε πρόεδρος της Ένωσης Συνεταιρισμών Θηραϊκών Προϊόντων προς την εφημερίδα Καθημερινή μετά από ένα δημοσίευμα όπου αναφέρονταν ότι: «Από την ποικιλία Ασύρτικο παράγεται και το θαυμάσιο γλυκό κρασί από λιαστό σταφύλι Visanto».

Σύμφωνα με τον κο Σκοπελίτη η συγκεκριμένη διατύπωση είναι λανθασμένη καθώς προκύπτει ότι το γλυκό κρασί της Σαντορίνης παράγεται από ένα «λιαστό» σταφύλι που λέγεται Visanto. Όμως Vinsanto –και όχι Visanto– λέγεται το ίδιο το «λιαστό» γλυκό κρασί που παράγεται στη Σαντορίνη από «λιασμένα» σταφύλια διαφόρων ποικιλιών με επικρατέστερο το σταφύλι της ποικιλίας Ασύρτικο.

Και συνεχίζει… 

Η ξενόγλωσση αυτή επωνυμία του κρασιού μας χρονολογείται από την εποχή της Βενετοκρατίας. Σε χάρτες και περιηγητικά κείμενα του 16ου αιώνα βρίσκεται γραμμένη η επωνυμία Santo Erini=Santorini και το γλυκό κρασί αναφέρεται ως Vino Santo (ιταλικά) και ViSanto (γαλλικά), που σημαίνει: Οίνος της Σαντορίνης. Γι’ αυτό η ξενόγλωσση επωνυμία χωρίς δεν σημαίνει απολύτως τίποτε.

Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, η επωνυμία Vinsanto υποδηλώνει, τη γεωγραφική καταγωγή του κρασιού και υποκαθιστά την «Ονομασία Προελεύσεως» Σαντορίνη στις ετικέτες των εμφιαλωμένων λιαστών γλυκών οίνων του νησιού, όταν έχουν παρασκευασθεί υπό καθορισμένες νομοθετικά συνθήκες. Γι’ αυτό η σωστή αναγραφή της επωνυμίας Vinsanto είναι κοινόχρηστη και υποχρεωτική. Αλλά και γι’ αυτό κανένας άλλος γλυκός οίνος από «λιασμένα» σταφύλια, από αυτούς που παράγονται σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί με την επωνυμία Vinsanto, που επιφυλάσσεται και προστατεύεται αποκλειστικά για τα σαντορινιά «λιαστά» γλυκά κρασιά.

Παρά τη λυσσαλέα αντίδραση της ιταλικής αντιπροσωπείας στην αρμόδια Επιτροπή στις Βρυξέλλες, η θέση μας αυτή έγινε αποδεκτή. H επωνυμία Vinsanto αναγνωρίστηκε ως ιστορική επωνυμία των γλυκών κρασιών του νησιού μας και έτσι σήμερα προστατεύεται με ειδικό κανονισμό της E.E. όχι μόνο για ορισμένους ιταλικούς οίνους, που από τον 15ο αιώνα έχουν υποκλέψει γεωγραφικές επωνυμίες ονομαστών τα χρόνια της Βενετοκρατίας ελληνικών κρασιών (ως π.χ. Malvasia), αλλά και για τα λιαστά σαντορινιά κρασιά. Κανένα κρασί άλλου κράτους-μέλους ή τρίτης χώρας δεν μπορεί να κυκλοφορήσει στις αγορές της E.E. με αυτήν την επωνυμία.

Γι’ αυτό, όταν η δημοσιογραφική πένα παραποιεί από άγνοια αυτήν την επωνυμία, κουβαλάει νερό στον μύλο των Ιταλών, που ήθελαν να κατοχυρωθεί για τα δικά μας κρασιά η επωνυμία Βισάντο, ώστε να μη σημαίνει τίποτε για τον ξενόγλωσσο καταναλωτή και να μην προβάλλονται οι ελληνικές ρίζες της επωνυμίας του δικού τους ομώνυμου κρασιού.

Ιστορικές ρίζες 

Όπως βλέπετε, δεν είναι μόνο η επωνυμία φέτα του ελληνικού τυριού, που η προστασία της ενδιαφέρει την ελληνική οικονομία. Υπάρχουν και άλλα ανάλογα θέματα, που η δημοσιογραφική πένα τα αγνοεί ίσως γιατί τα θεωρεί ήσσονος σημασίας. Όμως για το νησί μας, το θέμα αφενός έχει μεγάλη οικονομική σημασία και αφετέρου συνδέεται με τις ιστορικές και πολιτισμικές ρίζες μας.

Γι’ αυτό ακριβώς όταν προ διετίας δινόταν στην E.E. η «μάχη» του Vinsanto στο πλαίσιο των παραδοσιακών και ιστορικών επωνυμιών των ευρωπαϊκών οίνων, οι αμπελουργοί της Σαντορίνης παρακαλέσαμε το υπουργείο Γεωργίας να στείλει ως διαπραγματευτή στις Βρυξέλλες τη μεγάλη κυρία του διεθνούς αμπελοοινικού χώρου – τη δική σας πάλαι ποτέ εκλεκτή και πολυδιαβαζόμενη αρθρογράφο κ. Σταυρούλα Κουράκου. Με την ευκαιρία αυτή θεωρούμε ευχάριστο καθήκον να την ευχαριστήσουμε και από τη θέση αυτή γιατί έθεσε -όπως πάντα αφιλοκερδώς- τις γνώσεις και το κύρος της στην υπηρεσία των δίκαιων συμφερόντων της ελληνικής οινοπαραγωγής και για άλλη μια φορά επέτυχε.»