Deligate

Αν πριν μερικά χρόνια κάναμε την ερώτηση στο οινόφιλο κοινό τι  του λένε οι λέξεις,  Κυδωνίτσα, Λημνιώνας, Βλάχικο, Αυγουστάτης, Μαυτροτράγανο, Μαύρη  και Λευκή Κουντούρα και αρκετές άλλες παρόμοιες, αρκετοί απ’ αυτούς θα τις χαρακτήριζαν μάλλον άγνωστες.

Δεν πάει πολύς καιρός που η  ελληνική παραγωγή  οίνων  ποιότητας, βασιζόταν κατά κύριο λόγο,  στις κλασσικές ελληνικές ποικιλίες όπως το Αγιωργίτικο, το Ξυνόμαυρο, το Ασσύρτικο, το Μοσχοφίλερο, και άλλες και, στις διεθνείς – κοσμοπολίτικες ποικιλίες τύπου Merlot, Syrah, Cabarnet Sauvignon, Cabernet Franc, , αρκετές φορές δε, με εξαιρετικά αποτελέσματα.

Ειδικά αν πάμε λίγο πιο πίσω στο χρόνο και αναζητήσουμε οίνους της,  δημοφιλούς πλέον,  ποικιλίας Μαλαγουζιά, με έκπληξη θα διαπιστώσουμε ότι απλά δεν υπήρχαν.

Η αλήθεια είναι ότι οι Έλληνες οινοπαραγωγοί  αντιλήφθηκαν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που θα είχε η αναβίωση παλιών ξεχασμένων τοπικών ποικιλιών και ανέλαβαν το σχετικό ρίσκο.

Εστίαση στη διαφορετικότητα

Κατά την γνώμη μου το κύριο τους πλεονέκτημα ήταν η «διαφορετικότητα». Αντικατοπτρίζουν την ελληνική ποικιλομορφία σε κλιματολογικές και γεωμορφολογικές συνθήκες.

Ο ελληνικός αμπελώνας δεν χαρακτηρίζεται από μεγάλες ενιαίες εκτάσεις χιλιάδων στρεμμάτων. Οι  μεγάλοι ορεινοί  όγκοι  της ηπειρωτικής χώρας, τα πολυάριθμα νησιά, τα διαφορετικά εδάφη και κλίματα είναι αυτά που τον καθορίζουν.

Οι γηγενείς ποικιλίες είναι αυτές που επιβίωσαν με την πάροδο των αιώνων σε συγκεκριμένα μικροκλίματα και εδαφολογικές συνθήκες.

Έμενε λοιπόν να διαπιστωθεί αν με βάση τις σύγχρονες οινολογικές πρακτικές μπορούσαν να δώσουν και ποιοτικά προϊόντα. Τα αποτελέσματα σε αρκετές περιπτώσεις ήταν άκρως ενδιαφέροντα.

Νέες οσμές και γεύσεις ξεπετάχθηκαν και οι οινόφιλοι τις δέχθηκαν με ενθουσιασμό  αναζητώντας τες όλο και περισσότερο.

Κάθε μία από αυτές έχει πίσω την δικιά της ιστορία  το μεράκι και κόπο συγκεκριμένων παραγωγών. Παραγωγών που ανέλαβαν το έργο της αναγέννησής τους. Παραγωγών που συνέβαλαν ώστε περισσότερες ποικιλίες οίνων, από αυτές, να πιστοποιηθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο ως ΠΟΠ ή ΠΓΕ .

Έτσι λοιπόν η ελληνική οινοπαραγωγή είναι σε θέση όχι μόνο να ακολουθεί τα διεθνή standards παραγωγής, αλλά να βγει μπροστά με τις δικές της, καινοτόμες και ενδιαφέρουσες  προτάσεις.