Deligate

Για κάποιο παράξενο λόγο η Λήμνος το τελευταίο διάστημα έχει κερδίσει το ενδιαφέρον μας. Μετά το δημοσίευμα μας για την αυθεντική της απλότητα,  την παρουσία της με το Κατσικάκι και το Αρνάκι Λήμνου στα επόμενα ΠΟΠ προϊόντα και τη δυναμική επιστροφή του Limnos Philema, ήρθε να κεντρίσει το ενδιαφέρον μας με μια ακόμη είδηση. Μια είδηση από αυτές που ακούς σπάνια. Πρόκειται για την κατάθεση αίτησης για την καταχώριση μιας ακόμη ονομασίας στο Μητρώο των Προστατευόμενων Ονομασιών Προέλευσης της Ε.Ε. Αυτή τη φορά η αίτηση αφορά σε ένα τυρί που δεν μας είναι άγνωστο. Ένα τυρί με βαθιά ριζωμένη παράδοση, συνδεδεμένη με τη διατροφική ταυτότητα των κατοίκων της Λήμνου και με διπλή ονομασία. Δεν είναι άλλο από το Μελίχλωρο Λήμνου ή αλλιώς το Μελίπαστο Λήμνου.

Το Μελίχλωρο Λήμνου παρασκευάζεται από αιγοπρόβειο γάλα με μια τεχνική η οποία πρόσφατα εγγράφηκε στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο σχετικό δελτίο η διαδικασία παραγωγής του έχει ως εξής:

Το γάλα αμέσως μετά το άρμεγμα μεταφέρεται άμεσα στο χώρο παρασκευής όπου ακολουθεί το σούρωμα. Το γάλα, πλέον, είναι έτοιμο για πήξη. Εφόσον η πήξη του γάλακτος γίνει σύντομα μετά το άρμεγμα των ζώων δεν χρειάζεται ζέσταμα, μια που η ιδανική θερμοκρασία για να πήξει είναι γύρω στους 32-35 βαθμούς Κελσίου. Αν καμιά φορά η εξωτερική θερμοκρασία είναι υψηλότερη κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, απαιτείται να μεσολαβήσει λίγη ώρα για να κρυώσει. Σε αυτό το στάδιο προστίθεται μικρή ποσότητα γιαουρτιού ως καλλιέργεια, η οποία βοηθά στην καλή στράγγιση και στην ωρίμανση του τυριού. Η πρακτική αυτή εφαρμόζεται κατά κανόνα από τα μικρά τυροκομεία, στα οποία είναι υποχρεωτική η εφαρμογή της παστερίωσης, αλλά και από κάποιους μικρότερους παραγωγούς. Στη συνέχεια, μπαίνει η πυτιά, ο πηκτικός παράγοντας, που άλλοτε φτιαχνόταν από τον ίδιο τον παραγωγό (συμβαίνει πλέον πολύ σπάνια) από τα στομάχια μικρών μηρυκαστικών (αρνιών, κατσικιών). Σήμερα χρησιμοποιείται πυτιά του εμπορίου. Εκτός από τη ζωική πυτιά, παραδοσιακή ή εμπορίου, όπως έχει αναφερθεί από μαρτυρίες  σε σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται και «φυτική πυτιά». Πρόκειται για ένζυμα που βρίσκονται σε κάποια φυτά, όπως η τσουκνίδα και η άγρια αγγινάρα-γαϊδουράγκαθο, και μπορούν να πήξουν το γάλα.

Μετά από μία περίπου ώρα, αφού το γάλα έχει πήξει, το πηγμένο γάλα (γυαλί) σπάζεται με ξύλινη κουτάλα ή με μεταλλικά κατάλληλα εργαλεία, ανάλογα με την ποσότητα του γάλακτος που τυροκομείται, είτε ακόμη και με το χέρι σε όσο πιο μικρά κομμάτια γίνεται (περίπου σαν τραχανάς). Το τυρόγαλο διαχωρίζεται και αφαιρείται με τη βοήθεια συνήθως ενός κυπέλλου (στο παρελθόν με μια μικρή μεταλλική κατσαρόλα), ενώ το τυρόπηγμα μπαίνει σε καλούπια για αποστράγγιση, τα οποία τοποθετούνται πάνω σε ξύλινη ή ανοξείδωτη σήμερα τυροτράπεζα που λέγεται τυροκόμος. Τα καλούπια αυτά, τα ονομαζόμενα τυροβόλια, ή τυρβόλια* στην τοπική διάλεκτο, φτιάχνονταν από βούρλα, ενώ στις μέρες μας είναι κυρίως πλαστικά (ειδικά στα τυροκομεία). Στη συνέχεια, το τυρί βγαίνει από τα τυρβόλια, γυρίζεται ανάποδα, αλατίζεται με χοντρό τυροκομικό αλάτι (κάθε παραγωγός χρησιμοποιεί διαφορετική ποσότητα) και επανατοποθετείται στο τυρβόλι. Αυτό μπορεί να επαναληφθεί έως και 2-3 φορές την πρώτη μέρα, καθώς και τις επόμενες, για να αποκτήσει το τυρί ομοιόμορφο σχήμα. Από τη δεύτερη μέρα τοποθετείται στα ξηραντήρια, τα λεγόμενα καφάσια, ξύλινα, ή και μεταλλικά στις μέρες μας, ράφια προστατευμένα με σίτες τα οποία επιτρέπουν στον αέρα να εισέλθει στο ξηραντήριο και να ξηράνει το τυρί. Τοποθετούνται σε χώρο με αέρα, βορεινό, σκιερό (μακριά από τις ακτίνες του ήλιου). Εκεί μένουν για μια περίοδο 4-7 ημερών, για τις πρώτες δυο-τρεις μέρες τουλάχιστον μέσα στα τυρβόλια, ενώ για τις υπόλοιπες εκτός. Τα τυριά ελέγχονται από τον τυροκόμο για το πότε είναι έτοιμα, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, τον αέρα και το επίπεδο υγρασίας. Στο παρελθόν, μετά το ξηραντήριο, και πριν οι τυροκόμοι φυλάξουν οριστικά το τυρί τους ή το πουλήσουν, έπλεναν τα τυριά στη θάλασσα, πρακτική που πλέον δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη Σήμερα, σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις παραγωγής, τα τυριά συσκευάζονται και διατηρούνται στο ψυγείο.

Τα ονόματά του φαίνεται να σχετίζονται άμεσα με τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα. Το πρώτο συνθετικό «μέλι-» και στις δύο ονομασίες φαίνεται να αποτυπώνει το χρώμα που αποκτά το τυρί μετά την ωρίμανσή του, ενώ το δεύτερο συνθετικό στον όρο Μελίπαστο (-παστο) σχετίζεται με το αλάτι. Ωστόσο, ο όρος Μελίχλωρο Λήμνου είναι και ο επικρατέστερος εμπορικά τα τελευταία χρόνια, ο οποίος μάλλον σχετίζεται με την μαλακή δομή του τυριού

Η γεύση του μοιάζει με αυτή της φέτας και είναι ιδανικό για σαγανάκι αλλά και για να συνοδεύσει ζυμαρικά.

Στο deligate.gr είμαστε σίγουροι ότι η προσπάθεια που ξεκίνησε με την αίτηση για την καταχώριση της ονομασίας Μελίχλωρο Λήμνου ως ΠΟΠ θα στεφθεί με επιτυχία και το Μελίχλωρο θα βρει τη θέση που του αξίζει δίπλα στα άλλα δύο τυριά της Λήμνου που έχουν επίσημα αναγνωριστεί: το Καλαθάκι Λήμνου και η Φέτα